- αποκαρδιωτικός, -ή
- -ό αυτός που προκαλεί αποκαρδίωση, απογοητευτικός: Το θέαμα που αντίκριζε ήταν αποκαρδιωτικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποκαρδιωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αποκαρδίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαρδιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ψυχραντικός — ή, ό 1. αυτός που συντελεί στην ψύχρανση. 2. αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, ο αποκαρδιωτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)